Βιογραφία Γιάννη Ρίτσου


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ



Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1 Μαΐου 1909 στην Μονεμβάσια Λακωνίας. Καταγόταν από οικογένεια μεγαλοκτηματιών η οποία όμως καταστράφηκε οικονομικά. Το 1921 πέθανε ο μεγάλος αδερφός του και η μητέρα του από φυματίωση. Το 1924 ο Ρίτσος δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στην Διάπλαση των Παίδων. Το 1925 εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου εργαζόταν για λίγο ως δακτυλογράφος και αντιγραφέας συμβολαίων. Το 1926 προσβάλεται από την ίδια αρρώστια που πέθανε ο αδερφός και η μάνα του. Το 1927-30 νοσηλευόταν στο νοσοκομείο και έγινε μέλος στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.

Το 1934-36 στις συλλογές Τρακτέρ και Πυραμίδες εκφράζει τους νέους προσανατολισμούς του. Το 1936 από ένα τραγικό συμβάν στην Θεσσαλονίκη (απεργία καπνεργατών) όπου μία μάνα κλαίει πάνω από τον σκοτωμένο γιο της, εμπνέει τον ποιητή να γράψει τον Επιτάφιο. Αντίτυπα του έργου Επιτάφιος καταστράφηκαν από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Το 1937 συγκλονισμένος από την ψυχική ασθένεια της αδερφής του Λούλας , η οποία οδηγείται στο Δαφνί συνθέτει το ποίημα: «Το τραγούδι της αδερφής μου». Το 1940 συντάσσει το Εμβατήριο του Ωκεανού το οποίο τρέφεται με μνήμες του Μονεμβασιώτικου βράχου. Κατά την διάρκεια της κατοχής ο ποιητής βρίσκεται στο κρεβάτι από σοβαρή υποτροπή της αρρώστειας. Πολλά από τα γραπτά του καταστράφηκαν στα Δεκεμβριανά και ο ίδιος εξορίζεται στην Λήμνο(1948) στην Μακρόνησο(1949) στον Αϊ-Στράτη το 1950 και απελευθερώνεται το 1952. Στην εποποιία της αντίστασης ζωντανεύουν τα έργα Ρωμιοσύνη και Η κυρά των αμπελιών (1945-1947). Το 1949 ο λόγος γίνεται κραυγή όπου προέρχεται από την κόλαση της Μακρονήσου και έτσι την διηγείται στα ποιήματα Ημερολόγια εξορίας (1948-1950). Ταυτόχρονα συγγράφει τα Ποταμός(5.500 στίχοι) Οι γειτονιές του κόσμου(1949-51) και το χρονικό της δεκαετίας (1940-50). Μετά από διάφορα συμβάντα στην ζωή του κλείνει ο κύκλος του με το ποίημα Ανυπόταχτη Πολιτεία(1952-1953).




Βραβεύσεις του γνωστού καλλιτέχνη

Το 1956 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ από 75 Γάλλους ακαδημαϊκούς, συγγραφείς και νομπελίστες και το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διακρίθηκε όμως και στα εξής ξένα βραβεία: «Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης» το 1972 στο Βέλγιο, διεθνές βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ» το 1975 στην Βουλγαρία, μέγα βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντέ Βινύ» το 1975 στην Γαλλία, διεθνές βραβείο «Αίτνα-Ταορμίνα» το 1976 στην Ιταλία, «βραβείο Λένιν για την ειρήνη» το 1977 και διεθνές βραβείο «Μποντέλο» το 1987. Επίσης αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας από το πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, όταν ταξιδεύει εκεί τον Ιούλιο του 1978.Τον Απρίλιο του 1979 γιορτάζονται τα 70 χρόνια του ποιητή. Τον Μάιο του 1979,επίσημος προσκεκλημένος του υπουργού Παιδείας της Κύπρου, αναγορεύεται επίτιμος δημότης της πόλης και τον ίδιο μήνα από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης του απονέμεται το Βραβείο για την Ειρήνη και τον Πολιτισμό. Τον Οκτώβριο του 1980, με αφορμή την παρακολούθηση των παραστάσεων και των εκδηλώσεων στο πλαίσιο των Δημητριών, ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης της Θεσσαλονίκης. Τον Μάιο του 1984 ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Καρλ Μαρξ. Το 1986 του απονέμεται το βραβείο «Ποιητή Διεθνούς Ειρήνης» του ΟΗΕ και μετάλλιο από το Εθνικό Νομισματοκοπείο Γαλλίας. Στις 10 Ιουνίου ο Δήμαρχος Αθηναίων του απονέμει το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της πόλης. Το 1990 του απονέμεται το μετάλλιο «Ζολιό-Κιουρί», ανώτατη διάκριση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης.


Οικογενειακή κατάσταση

Το 1954 ο Ρίτσος παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον. Με την γέννηση της κόρης του Έρης γράφει το Πρωινό Άστρο το 1955. Η εποχή αυτή θα φέρει καινούργια καρποφορία. Εσωτερικές διεργασίες και αντικειμενικές συνθήκες αποδεσμεύουν πολύτιμη ύλη που θα οδηγήσει το έργο του στην αιχμή της σύγχρονης ποίησής του.




Ο θάνατός του


Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων. Με το έργο του εισήλθε σ’ όλα τα ορατά και αόρατα, άντλησε από το βάθος του χρόνου και το πλάτος του κοινωνικού χώρου.

Εκμεταλλεύθηκε δυναμικά τον αστείρευτο πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας. Συμφιλίωσε τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Στις μείζονες συνθέσεις και στα μικρά ποιήματα, όπως και στα δοκίμιά του, ανέδειξε μία σύγχρονη ευαισθησία, προσαρμόζοντας τη φωνή του στους χαμηλούς τόνους της βαθιάς επικοινωνίας και της εξομολογητικότητας.


Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Γιάννης Ρίτσος:«Ο τόπος μας»


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το ποίημα «ο τόπος μας» γράφτηκε από τον κορυφαίο ποιητή, που κατάγεται από τη Μονεμβασία, Γιάννη Ρίτσο. Αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του δίοτι πηγή έμπνευσής του ήταν το Παρθένι της Λέρου κατά τη διάρκεια της εξορίας του τη δεκαετία του 1960.
Την περίοδο εκείνη η χώρα πληττόταν από κομματικές συγκρούσεις και βίαιες κοινωνικές αντιπαραθέσεις με αποκορύφωμα την επιβολή του πραξικοπήματος του 1967. Συγχρόνως, στον οικονομικό τομέα παρατηρήθηκε οικονομική ανάπτυξη καθώς επίσης και κοινωνική εξέλιξη με επιρροές από το δυτικό κόσμο όπως ο τρόπος ζωής και τις τέχνες.


Λόγοι που επηρέασαν το Γ. Ρίτσο στη σύνθεση του ποιήματός του

Ο ποιητής που ήταν εξόριστος μαζί με τους Μανώλη Γλέζο , Αντώνη Καραγιάννη και  Κυριάκο Τσακίρη συνέβαλαν στην αγιογράφηση της εκκλησίας της Αγίας Κιουράς. Ο Γιάννης Ρίτσος έχει δηλώσει ότι ζούσε κάτω από άθλιες συνθήκες μαζί με τον Χ.Φλωράκη και τον Μ.Γλέζο όπου οι αξίες ελευθερία και δικαιοσύνη ήταν ανύπαρκτες. Στις φυλακές και τις εξορίες ασχολήθηκε με την ποίηση και πολλές ήταν οι φορές που έστελνε μηνύματα στον έξω κόσμο με κάθε τρόπο για να γνωστοποιηθούν οι συνθήκες παραμονής τους με κίνδυνο να απειλείται η ίδια του η ζωή. 

ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ 
   
              H αναγεννητική δύναμη του τόπου, που χρησιμοποιείται έντονα στο ποίημα του   ο Γ.Ρίτσος, επισημαίνεται με το κόκκινο χρώμα. Φαίνεται κυρίως σε συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις που δηλώνουν την ενεργητικότητα του τόπου του! Χρησιμοποιεί επίσης εξεζητημένες φράσεις και έντονες εικόνες που συμβολίζουν ιδιαίτερη αναγέννηση!



Στο ποίημα του ο Ρίτσος χρησιμοποιεί εικόνες και φράσεις που συνδέονται με το παρελθόν του. Επιπρόσθετα χρησιμοποιεί λέξεις που αναφέρονται σε προσωπικές του εμπειρίες  άμεσα συνδεδεμένες με τα προηγούμενα χρόνια της ζωής το. Όπως π.χ. η αναφορά του στον παππού του και στις εικόνες του Πάσχα. Όλα τα στοιχεία που δηλώνουν το παρελθόν του διακεκριμένου ποιητή, επισημαίνονται με μπλε χρώμα.


Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας-
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππούλη τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας 
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε 
το  σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια 
είναι η καπνιά, χρόνο με το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα
μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι 
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος 
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι 
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα

**********************************************

Στο ποίημα του κορυφαίου Έλληνα ποιητή Γιάννη Ρίτσου << Ο Τόπος Μας >> είναι φανερή η σύνδεση με το παρελθόν .Έντονα φαίνεται στον στίχο μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι  γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση . Η φράση αυτή συμβολίζει όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει ο τόπος στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας των Ελλήνων . Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δικτατορία που έχει επιβληθεί την περίοδο που γράφτηκε το ποίημα.
Η σύνδεση με το παρελθόν φαίνεται και από λυρικές εικόνες που χρησιμοποιεί
ο ποιητής στο κείμενό του.


ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Επιλογικόν: κοινό σημείο του ποιήματος με το κείμενο ο τόπος μας είναι το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται το ποίημα( πέτρες, φεγγάρι, τρύγος)
Ημερολόγιο εξορίας: Πολλά είναι τα στοιχεία που συνδέουν τα δύο κείμενα.
Μεγάλη ομοιότητα εντοπίζεται στην περιγραφή, καθώς και στα στοιχεία που περιγράφονται με κυρίαρχο το περιβάλλον. Λογικό διότι και στα δύο κείμενα ο ποιητής βρίσκεται στην εξορία και λησμονεί το ίδιο πράγμα, τον τόπο του.
Τρύγος: Η ομοιότητα εντοπίζεται κυρίως στις περιγραφές του τοπίου(κίτρινο μουλάρι, αγκάθια,αμπέλια)
Η σονάτα του σεληνόφωτος: Κοινό στοιχείο αποτελεί το φεγγάρι.
*********************************************************

Σύνδεση Με Το Παρελθόν
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας-
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας 
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε 
το  σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια 
είναι η καπνιά, χρόνο με το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα
μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι 
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος 
με υπομονή και περηφάνια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι 
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα

Σχόλιο:
Με τη χρήση του χρόνου αορίστου ο ποιητής συνδέει το παρόν με το παρελθόν και με τον τρόπο αυτό αποδίδει στο ποίημα διαχρονική αξία. Παράλληλα, η αναγεννητική δύναμη του τόπου βρίσκεται σε διάφορα σημεία του ποιήματος αλλά καθίσταται πιο έντονα με τη χρήση του χρόνου Ενεστώτα, που δηλώνει πραγματικά γεγονότα, καθώς και με τις ποικίλες εικόνες που παρουσιάζει ο ποιητής. Συγκεκριμένα σημεία είναι τα εξής :
Ø      «Αμπέλια τραβάν»
Ø      «καπνίζει μια μικρή φωτιά»
Ø      «παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί»
Ø      «Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο»
Ø      «Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο»
Ø      «είναι η καπνιά, χρόνο με το χρόνο»
            βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΡΙΤΣΟΥ -ΣΕΦΕΡΗ 
Γράφουν οι μαθητές του Β2 ΓΕΛ Έλους
Μια συνομιλία του Ρίτσου και του Σεφέρη(ο τόπος μας είναι κλειστός) με την οπτική των μαθητών του ΓΕΛ Έλους Λακωνίας

Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας-
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε 
το  σπίτι μας και τη ζωή μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος 
με υπομονή και περηφάνια.



Ο τόπος μας είναι κλειστός,

όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα
Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι 
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα


Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε

πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά


Μας φαίνεται παράξενο 

που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε το  σπίτι μας και τη ζωή μας;

Πώς γεννήθηκαν, 
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.
μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι 
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση
Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος 
με υπομονή και περηφάνια

από ταξίδια που δεν τέλειωσαν

σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.

Ο τόπος μας είναι κλειστός, φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα , όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές μονάχα λίγες στέρνες, άδειες και αυτές. 
Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες. Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας κάτω απ’ τις λεύκες. Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το  σπίτι μας και τη ζωή μας; Πως γεννήθηκαν πως δυναμώσανε τα παιδιά μας; Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες πάνω στ’ ανώφλια
Είναι η καπνιά, χρόνο με το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα-
μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι  γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση . Κυριακή σαν κατέβουμε να ανασάνουμε βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πως να αγαπήσουν».